- ἔβλαψα
- βλάπτωdisableaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἔβλαψ' — ἔβλαψα , βλάπτω disable aor ind act 1st sg ἔβλαψο , βλάπτω disable plup ind mp 2nd sg ἔβλαψο , βλάπτω disable perf imperat mp 2nd sg ἔβλαψε , βλάπτω disable aor ind act 3rd sg ἔβλαψαι , βλάπτω disable perf ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίσος — η, ο (ΑΜ ἴσος, η, ον, Α επικ. τύπος ἶσος και ἔϊσος, η, ον) 1. αυτός που είναι ίδιος με κάποιον άλλον κατά την ποσότητα, τις διαστάσεις, τη δύναμη ή την αξία 2. αυτός που εκτείνεται σε ευθεία γραμμή, ευθύς, ίσιος 3. ομαλός, επίπεδος 4. αυτός που… … Dictionary of Greek
βλάπτω — και βλάφτω και βλάβω (AM βλάπτω, Μ και βλάβω) μέσ. βλάπτομαι και φτομαι και βομαι (AM βλάπτομαι, Α και βλάβομαι) προκαλώ βλάβη, κάνω κακό σε κάποιον ή κάτι μσν. νεοελλ. καταστρέφω νεοελλ. Ι. 1. σκοτώνω 2. ενοχλώ, πειράζω II. βλάπτομαι 1.… … Dictionary of Greek
βλάπτω — βλάπτω, έβλαψα βλ. πίν. 11 (και ως απρόσ. [δε] βλάπτει) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βλάφτω — βλάφτω, έβλαψα βλ. πίν. 15 (και ως απρόσ. [δε] βλάφτει) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής